- κυβευτικός
- κυβευτικός, -ή, -όν (Α) [κυβεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.)2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών3. απατηλός, παραπλανητικός.επίρρ...κυβευτικῶς (Α)απατηλά, παραπλανητικά.
Dictionary of Greek. 2013.